ταρπάνη

ταρπάνη
ἡ, Α
βλ. ταρπόνη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τάρπη — ἡ, ΜΑ μεγάλο πλεχτό κοφίνι από κλαδιά λυγαριάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. άγνωστης προέλευσης, με ευρεία ωστόσο διάδοση, από όπου και οι ποικίλες μορφές που παρουσιάζει: ταρπός και τερπός (ὁ), ταρπόνη, ταρπάνη και τερπόνη (πρβλ. αγχ όνη) και επίσης σάρπους… …   Dictionary of Greek

  • ταρίφη — Α (κατά τον Ησύχ.) «ταρπάνη» …   Dictionary of Greek

  • ταρπόνη — και ταρπάνη και τερπόνη, ἡ, Α τάρπη*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. τάρπη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”